- υποπρωτεϊναιμία
- η, Νιατρ. ελάττωση τής ποσότητας τών πρωτεϊνών στο πλάσμα τού αίματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypoproteinemie < υπ(ο)-* + πρωτεΐνη* + -αιμία (< αίμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οίδημα — (Ιατρ.). Παρουσία υπερβολικής ποσότητας υγρού στον μεσοκυττάριο χώρο των ιστών, εξαιτίας της οποίας οι ιστοί παρουσιάζονται διογκωμένοι, ανελαστικοί, ωχροί. Το ο. οφείλεται σε αλλοίωση της φυσιολογικής ανταλλαγής υγρών μεταξύ αίματος και ιστών ή… … Dictionary of Greek
νεφροπάθειες — Παθήσεις των νεφρών που συνήθως διακρίνονται σε παθολογικές και χειρουργικές· μερικές από αυτές αντιμετωπίζονται επιτυχώς άλλοτε με συντηρητική (φαρμακευτική) και άλλοτε με χειρουργική αγωγή. Οι παθολογικές ν. είναι συνήθως αμφοτερόπλευρες και… … Dictionary of Greek